- τηγανίτης
- τηγαν-ίτης [pron. full] [ῑ] (sc. ἄρτος), ου, ὁ,A pancake, Hippon.36; Asiatic Gr. for [dialect] Att. ταγηνίτης acc. to Gal.6.490; = lucunculus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τηγανίτης — τηγανί̱της , τηγανίτης pancake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανίτης — ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Α η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. ίτης (πρβλ. ζυμ ίτης, πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek
τηγανῖται — τηγανίτης pancake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανίτας — τηγανί̱τᾱς , τηγανίτης pancake masc acc pl τηγανί̱τᾱς , τηγανίτης pancake masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγηνίτης — ὁ, Α (αττ. τ.) βλ. τηγανιτής … Dictionary of Greek
τηγανίτα — η, Ν γλύκισμα από χυλό αλευριού, τηγανισμένο σε καφτό λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηγανίτης, με αλλαγή γένους κατά το πίτα] … Dictionary of Greek